άστοργος

άστοργος
794 ἄστοργος
{прил., 2}
нелюбовный, бессердечный, лишенный чувства любви (Рим. 1:31; 2Тим. 3:3).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "άστοργος" в других словарях:

  • ἄστοργος — without natural affection masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστοργος — η, ο (AM ἄστοργος, ον) ο χωρίς στοργή, ο άκαρδος, ο σκληρός αρχ. ο δίχως θέλγητρο ή γοητεία …   Dictionary of Greek

  • άστοργος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δείχνει αγάπη στα παιδιά του: Ήταν μητέρα σκληρή, άστοργη. 2. αυτός που δε δείχνει αγάπη, στοργή γενικά, σκληρός, άπονος: Σ όλους τους γύρω του, ό,τι κι αν τους τύχαινε, ήταν άστοργος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀστόργως — ἄστοργος without natural affection adverbial ἄστοργος without natural affection masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄστοργον — ἄστοργος without natural affection masc/fem acc sg ἄστοργος without natural affection neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοργότεροι — ἄστοργος without natural affection masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοργότερος — ἄστοργος without natural affection masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόργοιο — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόργοις — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόργοισιν — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστόργου — ἄστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»